ἐγκεντρισθεῖσα

ἐγκεντρισθεῖσα
ἐγκεντρίζω
goad
aor part pass fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκεντρισθείσας — ἐγκεντρισθείσᾱς , ἐγκεντρίζω goad aor part pass fem acc pl ἐγκεντρισθείσᾱς , ἐγκεντρίζω goad aor part pass fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγριέλαιος — ἀγριέλαιος, ον (Α) [ἀγριελαία] 1. ο σχετικός με την αγριελιά ή αυτός που είναι φτιαγμένος από ξύλο αγριελιάς 2. (το θηλ. ως ουσιαστικό) ἡ ἀγριέλαιος α) η αγριελιά β) (Εκκλ.) μεταφορικά, ο μη χριστιανός, ο ειδωλολάτρης: «ἡ ἀγριέλαιος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”